- προσωνυμίας
- προσωνυμίᾱς , προσωνυμίαsurnamefem acc plπροσωνυμίᾱς , προσωνυμίαsurnamefem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Φλέω — Α (κατά τον Ησύχ.) «Διονύσου ἱερόν». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για τ. τής προσωνυμίας τού Διονύσου Φλεύς*, ο οποίος παραμένει δυσερμήνευτος. Ο τ. Φλέω θα μπορούσε πιθ. να αποτελεί έναν τ. γενικής προερχόμενο από μία φρ. *ἐν Φλέω. Κατ άλλη άποψη, ο τ.… … Dictionary of Greek
κλαρίας — (Clarias). Γένος φυσόστομων σιλουριομόρφων ψαριών που ζουν στις λίμνες και στα ποτάμια. Έχουν επίπεδο κεφάλι και επίμηκες σώμα με πολύ μακριά ραχιαία και εδρικά πτερύγια. Το στόμα τους περιβάλλεται από οκτώ μύστακες. Τα ψάρια αυτά εμφανίζουν μια… … Dictionary of Greek
μέροψ — Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν γιος του Τριόπα ή του Ύαντα. Βασίλευε στο νησί της Κω, το οποίο ονομαζόταν Μερόπη από το όνομά του, αλλά και Κως από την κόρη του. Παιδιά του ήταν επίσης η Ηπιόνη, γυναίκα του Ασκληπιού, και ο… … Dictionary of Greek
πατήρ — ο, ΝΜΑ, και πατέρας, ΝΜ 1. ο γεννήτορας, ο γονιός, ο γονέας (α. «τού πατέρα σου, όταν έρθεις, δε θα βρεις παρά τον τάφο», Σολωμ. β. «ἐπῆγεν ὁ πατέρας της εἰς κάποιον ταξίδι», Διγ. Ακρ. γ. «τοῡδε κεκλῆσθαι πατρός», Σοφ.) 2. φρ. «Πάτερ ημών» η… … Dictionary of Greek
Σεννούφιος — Άγιος της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Αναφέρεται και ως Σημειοφόρος. Εξαιτίας της προσωνυμίας του αυτής θεωρείται ο ασκητής της Νιτρίας τον οποίο αναφέρει στη διήγησή του ο ηγούμενος της Μονής του Ακαπνίου Ιγνάτιος Περί της θεανδρικής εικόνος του… … Dictionary of Greek